Δευτέρα 16 Οκτωβρίου 2017

Αποτέλεσμα εικόνας για Gerechtigkeit

Είναι η νομική επιστήμη, επιστήμη;




Η κλασσική απάντηση του δικηγόρου είναι:
Εξαρτάται. Παρακάτω θα επιχειρηθεί να καταδειχτεί από τι ακριβώς εξαρτάται. Δεν θα απαντήσουμε δηλαδή με ένα ναι ή όχι, αλλά σκοπός είναι δώσει στον αναγνώστη τα υλικά εκείνα που θα του επιτρέψουν να σχηματίσει μόνος του άποψη επί του θέματος.

Καταρχάς το αν η νομική επιστήμη είναι επιστήμη,  καθορίζεται κατεξοχήν από τον ορισμό της έννοιας «επιστήμη». Οι απαρχές της σύγχρονης κατανόησης της έννοιας «επιστήμη» αναζητούνται στην αρχαιότητα και μάλιστα στη κλασσική περίοδο της ελληνικής Φιλοσοφίας. Συνεπώς πρέπει να ξεκινήσει η έρευνα μας από εκεί. 


I. Η επιστήμη στην αρχαιότητα

1. Δόξα (άποψη) και γνώση (επιστήμη)
Στους πλατωνικούς διαλόγους αναφέρεται η γνώση ως η δίκαιη, πραγματική πεποίθηση ή τεκμηριωμένη άποψη.
Στην αρχαία φιλοσοφία διέκριναν μεταξύ της δόξας (άποψης) και επιστήμης (γνώσης). 
Έτσι, γνώση, κατά την έννοια της προσωπικής πεποίθησης, δεν αποτελούσε η άποψη , αν η τελευταία δεν επαληθευόταν, δεν τεκμηριωνόταν με τη λογική. Ενώ πραγματική γνώση υπήρχε αν ο ισχυρισμός τεκμηριωνόταν με τη λογική: Όποιος έλεγε την αλήθεια μόνο κατά σύμπτωση, δεν κατείχε πραγματική γνώση. 
Από τα παραπάνω προκύπτει ο διαχωρισμός: Απόψεις πάσης φύσεως, όπως και η πίστη καθαυτή, δεν αποτελεί γνώση. Γνώση πρέπει να είναι α) αληθινή και β) να τεκμηριώνεται ορθολογικά.
Εφαρμόζοντας το παραπάνω αξίωμα στη νομική (θα δούμε παρακάτω τι είναι), προκύπτει ήδη ο πρώτος διαχωρισμός: Ηθικές και νομικές αποφάσεις δεν μπορούν να είναι «αληθινές». Μιλάμε πάντα για δίκαιες αποφάσεις, όχι όμως για «αληθινές» ή «ψευδείς» δικαστικές αποφάσεις.



2. Η αρχαία ταξινόμηση της επιστήμης: Φυσική – Ηθική – Λογική 

Η αρχαία φιλοσοφία ταξινομεί το πεδίο της επιστήμης σε τρία επιμέρους πεδία: στη Φυσική, την Ηθική και τη Λογική .

Η Φυσική ασχολείται με την παρατήρηση και επεξήγηση των φυσικών φαινομένων. Η Ηθική με το «αγαθό» και το «κακό» και δη σε σχέση με την πόλις, δηλαδή την κοινωνία. Η Λογική πραγματεύεται τους κανόνες της ορθής σκέψης. 
Με άλλα λόγια: Η φυσική ασχολείται με τα «υπάρχοντα» φυσικά φαινόμενα , με το «είναι». Κάτι που προφανώς δεν συμβαίνει στο πεδίο της Ηθικής: Η Ηθική δεν δίνει απάντηση στο «πώς» συμπεριφέρονται πραγματικά οι άνθρωποι,  αλλά όπως θα «έπρεπε» να συμπεριφέρονται. Το αυτό ισχύει και για τη λογική: Δεν χαρακτηρίζει τον τρόπο σκέψης των ανθρώπων, αλλά το πώς θα έπρεπε να σκέπτονται. 
Από το παραπάνω τριαδικό σύστημα προκύπτει το εξής τρίπολο: 
ΕΙΝΑΙ – ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ – ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ

Η Ηθική και η Λογική είναι επιστήμες που πραγματεύονται το «πώς θα έπρεπε να είναι» κάτι, ενώ η Φυσική ασχολείται με το «είναι», με άλλα λόγια, η Ηθική και η Λογική είναι κανονιστικές επιστήμες, ενώ η Φυσική είναι «θετική» επιστήμη, δηλαδή επιστήμη που περιγράφει.   
Αν θέλαμε να ταξινομούσαμε την Νομική στο παραπάνω σχήμα , τότε θα έπρεπε να την καταχωρήσουμε αναγκαστικά στην Ηθική: Η Νομική είναι υποπερίπτωση της εφαρμοζόμενης Ηθικής , που πραγματεύεται την προσωπική ηθική, το γενικά ισχύον αγαθό στην πολιτική και την οικονομία. 


3. Θεωρία – Πράξη - Ποίηση
Πέραν της παραπάνω τριχοτόμησης των επιστημών , η αρχαία φιλοσοφία γνωρίζει και μια άλλη διάκριση πάνω στον γνωστικό ορίζοντα: Χρησιμοποιήθηκε από τον Αριστοτέλη και έχει τη σημασία της, λαμβάνοντας υπόψη ότι οι γενικές σπουδές από τον Μεσαίωνα ως τη νεότερη εποχή , είχαν τα γραπτά του Αριστοτέλη ως μπούσουλα στα βασικά μαθήματα τους. 


Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη,  υπάρχουν τριών ειδών γνώσεις και διακρίνονται από το εάν υπηρετούν κάποιον εξωτερικό σκοπό ή είναι απλώς αυτοαναφορικές, δηλαδή εμπεριέχουν οι ίδιες τον σκοπό τους. Ο Αριστοτέλης χαρακτηρίζει αυτά τα τρία είδη γνώσεων ως 

ΘΕΩΡΙΑ – ΠΡΑΞΗ – ΠΟΙΗΣΗ 

Υπάρχει δηλαδή θεωρητική, πρακτική και ποιητική γνώση.
Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, η θεωρητική γνώση είναι η ανώτερη μορφή γνώσης, και αρμόζει στους σοφούς. Η θεωρητική γνώση λογίζεται ως η τελείως αποκομμένη από κάποιον εξωτερικό σκοπό παρατήρηση της φύσης και τους κανόνες που τη διέπουν. Είναι αποκομμένη από κάποιον εξωτερικό σκοπό/ στόχο.  Η θεωρητική γνώση εμπεριέχει τον σκοπό της (γνώση για τη γνώση) και δεν υπηρετεί τίποτε άλλο. 
Όταν ανακάλυψε πχ. ο Άινσταιν τη γενική θεωρία , δεν κυνηγούσε κάποιον σκοπό, δεν είχε πρακτική εφαρμογή η ανακάλυψή του, το έκανε απλώς για τη χαρά της γνώσης. 
Το αντίθετο ισχύει με τις πρακτικές γνώσεις (εφαρμοζόμενες) και την ποιητική γνώση, πάντα κατά τον Αριστοτέλη: 
Η ποίηση αποσκοπεί σε ένα «έργο», είτε είναι ποίημα, είτε ένα αρχιτεκτόνημα, είτε  ένας πίνακας ζωγραφικής. Ποιητική γνώση είναι τεχνική γνώση. Αποσκοπεί πάντα σε κάτι. Το υπηρετεί εξαρχής.  

Η πρακτική γνώση τέλος, κατά τον Αριστοτέλη, έχει να κάνει με τις συναλλαγές και δη με τη συναλλακτική ηθική του κάθε πολίτη. Η πρακτική γνώση είναι γνώση περί του κακού και κακού πάνω στις πράξεις μας, σε σχέση με τον συνάνθρωπό μας / σε σχέση με την Πόλις. 
Η πρακτική γνώση λοιπόν κατά τον Αριστοτέλη, δεν είναι τόσο ευγενής όπως η θεωρητική γνώση. Υπερτερεί όμως της τεχνικής/ ποιητικής γνώσης, καθότι – σε αντίθεση με αυτήν – είναι και αυτή, όπως η θεωρητική αν και σε ελάσσονα βαθμό, αυτοαναφορική.  
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι κατά τον Αριστοτέλη η νομική επιστήμη καταχωρίζεται στο παραπάνω σχήμα στην ΠΡΑΞΗ, αφού ασχολείται με τις δίκαιες πράξεις/  συναλλαγές/ σχέσεις του ανθρώπου σε σχέση με την κοινωνία. 



4. Αρχές

Όλη η γνώση βασίζεται στην εμπειρία κατά τον Αριστοτέλη. Εμπειρία είναι όμως η γνώση του καθενός ατομικά, και έτσι αποτελεί απλώς το πρώτο σκαλοπάτι της πραγματικής γνώσης. Ο έμπειρος γνωρίζει απλώς το «πώς», όχι όμως το «γιατί» . Ο σοφός γνωρίζει τόσο τις αιτίες όσο και τις αρχές πάνω στα οποία βασίζεται η εμπειρία. 
Γνώρισμα της γνώσης , σε αντίθεση με την εμπειρία, είναι η ικανότητα να διδάσκεις τη γνώση. Η διδαχή της γνώσης προϋποθέτει τη γνώση των αιτιών και των αρχών της. Με άλλα λόγια: Η απλή συσσώρευση δεδομένων δεν αποτελεί ακόμα γνώση. (Στον κόσμο της πληροφόρησης του σήμερα, πόσοι είναι γνωστικοί και πόσοι απλώς ενημερωμένοι;) 
Εφαρμοζόμενα στην επιστήμη: Η επιστήμη προϋποθέτει τη γνώση των αιτιών και την αναγωγή των στα αξιώματα που τη διέπουν. Δεν αρκεί η γνώση του «πώς» (εμπειρία), απαιτείται επιπλέον και η γνώση των βασικότερων νόμων/αιτιών δηλαδή του «γιατί». 

5. Επιστήμη και φρόνηση , Αναγκαιότητα και Ενδεχομενικότητα  
Συνέπεια του επιστημονικού ορισμού είναι και ο διαχωρισμός μεταξύ δυο θεματικών πεδίων της γνώσης , κατά τον Αριστοτέλη: Το ορθολογικό τμήμα του πνεύματος διαχωρίζεται σε δυο επιμέρους τμήματα που αποσκοπούν σε δυο διαφορετικές κατευθύνσεις:
Το πραγματικό του ενός αντικειμένου ενασχόλησης, χαρακτηρίζεται από αναγκαιότητα, είναι έτσι όπως είναι, και δεν επιδέχεται αλλαγές. Και επειδή δεν αλλάζουν «αυτά που είναι»,  είναι αιώνια (αναγκαιότητα).  
Το πραγματικό του άλλου αντικειμένου μπορεί να τύχει αλλαγών, δηλαδή στο πεδίο αυτό οι συμπεριφορικοί κανόνες ενδέχεται να είναι έτσι ή αλλιώς (ενδεχομενικότητα) .
Στην εποχή του ρασιοναλισμού γίνεται ήδη διαχωρισμός σε αλήθειες συμπεριφοράς και αλήθειες γεγονότων. 

Από τα παραπάνω συνάγεται το αριστοτελικό συμπέρασμα ότι επιστήμη είναι μόνο αυτό που ασχολείται με το «αναγκαίο» δηλαδή αιώνιο, σταθερό, αμετάβλητο. Επειδή οι συμπεριφορές δεν είναι κατά κανόνα αναγκαίες, αιώνιες, αμετάβλητες, δηλαδή επειδή οι συμπεριφορές ως εφαρμοζόμενη ηθική μεταβάλλονται ανά τις εποχές, για αυτό χαρακτηρίζονται από ενδεχομενικότητα. 
Έτσι η Ηθική και μαζί της το «Δίκαιο» ως θυγατρική της παράμετρο, εκφεύγουν του ορισμού της επιστήμης κατά τον Φιλόσοφο.
Αντικείμενο της συμπεριφορικής επιστήμης είναι η φρόνηση (εξυπνάδα). Διότι τη φρόνηση τη χρειαζόμαστε στη σκέψη. Κανείς όμως δεν σκέπτεται για κάτι που δεν μπορεί να αλλάξει και είναι δεδομένο. 
Και σήμερα ακόμα, διδάσκεται στα Πανεπιστήμια η iu-risprudencia , που σημαίνει στα λατινικά «νομική φρόνηση», κάτι που δεν έχει σχέση κατά τον Αριστοτέλη (η φρόνηση) με την επιστήμη. 
Συμπερασματικά λοιπόν, κατά τον Αριστοτέλη επιστήμη είναι μόνο εκείνος ο τομέας της γνώσης που ασχολείται με το αιώνιο, το αμετάβλητο, το αναγκαίο. Και τι άλλο εκτός από τους νόμους της φύσης, τα μαθηματικά  και τη λογική θα μπορούσε να είναι αυτή η ενασχόληση; Κατά τον Αριστοτέλη, μόνο τα παραπάνω πεδία θα λάμβαναν τον τίτλο της επιστήμης. 


II. Η ΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

Αντικείμενο
Αντικείμενο της νομικής «επιστήμης» είναι το δίκαιο. 
Νομική είναι η διδασκαλία του δικαίου. 
Οι αρχαίοι Έλληνες δεν είχαν εφεύρει ακόμα τη νομική επιστήμη, τη jurisprudence. 
Αυτό το κάναν μετέπειτα οι αρχαίοι Ρωμαίοι. Αρμόδιοι δικαιοδοσίας, δηλαδή αρμόδιοι να εκδίδουν δικαστικές αποφάσεις ήταν οι Πραίτορες, αιρετοί αξιωματούχοι, που ήταν κατά βάσιν ερασιτέχνες νομικοί. Η απονομή δικαίου δεν αποτελούσε δηλαδή το κύριο αντικείμενο ενασχόλησής τους. Κατά την ανάληψη των αρμοδιοτήτων τους διακύρρηταν υπό ποιες προϋποθέσεις θα δέχονταν, δηλαδή θα γίνονται κατά τον χρόνο διακυβέρνησής τους, δεκτές οι αγωγές. Εδώ εδράζεται η απαρχή των «νομικών βάσεων» που χρησιμοποιούμαι ως και σήμερα. 
Μέχρι το 250 μΧ. είχαν συλλεγεί από τους νομομαθείς αποφάσεις, εδίκτα και σχολιασμοί σε τόμους, που αποτέλεσαν εν συνεχεία εγχειρίδια διδασκαλίας. Και σήμερα ακόμα , ο πυρήνας ενασχόλησης με το δίκαιο είναι ίδιος με αυτόν των Gaius, Ulpian, Paulus: Η Νομική είναι μέχρι και σήμερα δικαϊκός δογματισμός.  Η νομική είναι κατά βάση εφαρμοζόμενη «επιστήμη» : Καταστρώνει προτάσεις πώς θα πρέπει να κριθούν συγκεκριμένες υποθέσεις. Και στο πλαίσιο αυτό ρωτά, ποιοι νομικοί κανόνες θα εφαρμοστούν , πώς θα πρέπει αυτοί να ερμηνευτούν. 

Αν υποτεθεί τώρα ότι οι νομικοί κανόνες δεν είναι παρά κανόνες πώς θα τύχουν μεταχείρισης πραγματικά περιστατικά, τότε δεν μπορεί εξ αυτού να συναχθεί και η συνέπεια ότι οι ίδιοι κανόνες θα καθορίζουν από μόνοι τους «πότε» και «πώς» θα εφαρμοστούν στην κάθε περίπτωση. Αυτό είναι πιο πολύ έργο και αποστολή της νομικής επιστήμης ως δογματικό εργαλείο διδασκαλίας του δικαίου: Δημιουργεί κανόνες για την εφαρμογή των κανόνων. 


Θεματική της νομικής επιστήμης δεν είναι ο κανόνας καθεαυτόν, αλλά ο θετικός κανόνας, δηλαδή το θετό δίκαιο, αυτό που έχει νομοθετηθεί από κάποιον νομοθέτη: Στην αρχαία Ρώμη από τo Senat, αργότερα από τον Καίσαρα, σήμερα από τα κοινοβούλια.  
Ξαναφέρουμε λοιπόν το ερώτημα που μας απασχολεί εξαρχής:
Είναι η νομική ως δικαϊκός δογματισμός, που ασχολείται με την εφαρμογή θετικού δικαίου, επιστήμη;


III. Κριτική και στρατηγικές προσαρμογής της νομικής επιστήμης

1. «Η αναξιότητα της νομικής ως επιστήμης» (von Kirchmann)

Η πιο δημοφιλής επίθεση κατά του ισχυρισμού που θέλει τη νομική επιστήμη να συγκαταλέγεται στις επιστήμες, προήλθε από έναν Εισαγγελέα ονόματι Julius Hermann von Kirchmann το φθινόπωρο του 1847 κατά τη διάλεξη του σε ακροατήριο Νομικών στο Βερολίνο:  «Όταν η επιστήμη ενθυλακώνει στο πεδίο εφαρμογής της το τυχαίο, τότε γίνεται και η ίδια μια τυχαιότητα: Τρεις λέξεις να αλλάξει ο νομοθέτης, και αλλάζουν ολόκληρες βιβλιοθήκες»
Ο Kirchmann θέτει εδώ δυο παράγοντες ως δεδομένους: πρώτον ότι αντικείμενο της νομικής είναι το θετό δίκαιο και δεύτερον ότι κάτι το εφήμερο και τυχαίο, όπως είναι ένας κανόνας δικαίου, δεν μπορεί να είναι επιστήμη. Και αυτό γιατί κάθε κανόνας δικαίου μπορεί να έχει το δείνα ή το τάδε περιεχόμενο, να μεταβάλλεται, να καταργείται, να τροποποιείται. Είναι με άλλα λόγια τυχαίο. Από εδώ βλέπουμε ότι, αν κάτι τυχαίο δεν μπορεί να είναι επιστήμη , τότε το αντίθετό του, δηλαδή το «αναγκαίο», το «αιώνιο», μπορεί (όπως ισχυρίστηκε ο Αριστοτέλης δηλαδή).   

2. Το φυσικό δίκαιο ως αντίλογος

Ανά τους αιώνες νομοδιδάσκαλοι και νομομαθείς προσπαθούσαν να καταρρίψουν τυχόν ενστάσεις που εδράζονταν πάνω στο εφήμερο και τυχαίο της νομικής, με το επιχείρημα ότι υπάρχει πέραν του θετού δικαίου και έναν δίκαιο που είναι αμετάβλητο, αιώνιο, αναγκαίο. Συνεπώς εφόσον η νομική ασχολείται και με το δίκαιο αυτό, που ονομάστηκε φυσικό δίκαιο, άρα συγκαταλέγεται στις επιστήμες. 
a) Η απάντηση είναι καταφατική , prima facie: Από τότε που υπάρχουν νοητικά ερεθίσματα πάνω στο τι είναι δίκαιο, γίνεται αυτομάτως διάκριση μεταξύ του κανονιστικού και φυσικού δικαίου. 

»Όχι, αν η εξουσία των Τυράννων υπερβεί τα όρια και καταστεί ανυπόφορη, αδράζει προς τον ουρανό και κατεβάζει τους αιώνιους κανόνες του που επικρέμανται άχρονοι εκεί πάνω, άφθαρτοι όπως τα αστέρια ...«
Schiller, Wilhelm Tell
Στην εποχή του ρασιοναλισμού και του διαφωτισμού, το φυσικό δίκαιο άνθισε κυριολεκτικά. Η εποχή του ρασιοναλισμού χαρακτηρίζεται από την αναζήτηση της βεβαιότητας: Η ιδανική μέθοδος του είναι η γεωμετρία. Θεωρήθηκε μάλιστα ότι η γεωμετρική μέθοδος θα μπορούσε να εφαρμοστεί και στο δίκαιο του Λόγου. Όπως δηλαδή στη Γεωμετρία μπορούν να εξαχθούν από τα «σωστά» αξιώματα λογικά συμπεράσματα, έτσι θα μπορούσε ο άνθρωπος με τη σωστή σκέψη να δημιουργήσει «σωστά» νομικά αξιώματα, τέτοια δηλαδή που είναι καθολικά, αιώνια, αμετάβλητα, αναγκαία. Σήμερα γνωρίζουμε ότι η αξίωση καθολικότητας των νομικών αρχών καταρρίφθηκε από τα ιστορικά δεδομένα του 19ου αιώνα: Ο αιώνας αυτός ήταν ο αιώνας των μεγάλων κωδικοποιήσεων και του θετικού δικαίου όλα τα καθολικά αξιώματα 

b) Ίσως όμως παρά ταύτα, να υπάρχει κάτι στο δίκαιο που να είναι πραγματικά αιώνιο και αναγκαίο; 
Απάντηση δίνει ο Καντ στο «Εισαγωγή στη νομοδιδασκαλία». 
Στο έργο αυτό θέτει ως δεδομένο ότι πολλοί άνθρωποι πρέπει να συμβιώσουν σε έναν πεπερασμένο χώρο. Και δίκαιο ονομάζει ο Καντ εκείνη την κατάσταση , στην οποία η ελευθερία του ενός ανθρώπου συνάδει, συμφιλιώνεται με την ελευθερία του άλλου ανθρώπου. Έτσι προκύπτει μια αναγκαιότητα στο να υπάρξουν κανόνες που να επιτρέπουν αυτήν την κατάσταση, που να την κάνουν πραγματική. Το νομικό σύστημα  του Καντ θέτει απαραίτητους κανόνες αυτής της συμβίωσης: Πρώτον η Αρχή της ίσης ελευθερίας όλων. Περαιτέρω, απαραίτητοι και αναγκαίοι είναι θεσμοί Κανόνας δικαίου, Πρόσωπο, Πράγμα, Νομή, Κυριότητα, Υπαιτιότητα και Σύμβαση.
Κατά τον Καντ, επιστήμη στο υπάρχον πλαίσιο μπορεί να είναι μόνο αυτή που μας δίνει απαντήσεις τι είναι καταρχήν το δίκαιο και τι το άδικο και τι διακρίνει τα δυο. Το τι είναι δίκαιο ανά περίπτωση, αυτό, κατά τον Καντ, δεν είναι θεματική κάποιας επιστήμης, αλλά αντικείμενο εξέτασης των δικαστηρίων, που θα εφαρμόσουν το θετικό δίκαιο. 
Γίνεται λοιπόν ένας διαχωρισμός μεταξύ της Νομοδιδασκαλίας (τι είναι δίκαιο και τι άδικο) και της Jurisprudenz, που θα κληθεί να εξηγήσει πάνω στη βάση του θετικού δικαίου τι εστί δίκαιο πάνω στη συγκεκριμένη περίπτωση. Κατά τον Καντ, η Jurisprudenz δεν είναι επιστήμη, γιατί απλώς εφαρμόζει κανόνες δικαίου πάνω σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά. Το σκέλος αυτός της εφαρμογής του δικαίου από τα δικαστήρια, ο Καντ – όπως και ο Αριστοτέλης – το συγκαταλέγει στη νομική «φρόνηση» δηλαδή όχι στις επιστήμες. Μόνο το πρώτο σκέλος, (τι εστί δίκαιο), ως νομική φιλοσοφία, θα μπορούσε να θεωρηθεί επιστήμη κατά τον Καντ. 

3. Νομική ως Λογική;

Μέχρι τον 21ο αιώνα οι νομικοί κόμπαζαν ότι η νομική επιστήμη είναι επιστήμη διότι η επαγωγή ενός πραγματικού ιστορικού κάτω από έναν κανόνα δικαίου είναι ένας παραγωγικός συλλογισμός (Deduktion) και για αυτό, τι θα μπορούσε να είναι πιο επιστημονικό από τη χρήση της ίδιας της Λογικής; 
Δυστυχώς για αυτούς, ο επαγωγικός συλλογισμός (πραγματικό κάτω από τον κανόνα δικαίου) δεν είναι καθαρά λογικός συλλογισμός:  
Το αν μια μπότα είναι επικίνδυνο εργαλείο κατά το άρθρο 309 ΠΚ, το αν η δωρεά σε ανήλικο είναι αμιγώς επωφελής για αυτό , δεν εξηγείται , δεν έχει σχέση με κανόνες της λογικής. 

4. Νομική ως κοινωνική επιστήμη;

Τη δεκαετία του 70, επιχειρήθηκα να ταξινομηθεί η νομική ως κοινωνική επιστήμη , για να λάβει ένα κομμάτι από την επιστημονικότατα της τελευταίας: Η ιστορία του δικαίου, η κοινωνιολογία του δικαίου , το συγκριτικό δίκαιο , είναι όλα επιστήμες του «είναι». Περιγράφουν, παρατηρούν, επεξηγούν μια κατάσταση του είναι. Αλλά δεν μας λένε τίποτε για την κατάσταση που «θα έπρεπε να είναι». 
Οι νομικοί μπορούν να χρησιμοποιήσουν τις γνώσεις τους για να πιθανολογήσουν πώς θα κρίνει ένα ζήτημα το ανώτατο δικαστήριο. Αλλά ο σκοπός της νομικής επιστήμης ως νομικός δογματισμός δεν είναι να λέει πώς «θα» αποφασίσει το δικαστήριο, αλλά το «πώς πρέπει» να αποφασίσει  το δικαστήριο. Αυτό δεν σημαίνει αναγκαστικά ότι η κοινωνιολογία της νομικής είναι άνευ ενδιαφέροντος: Είναι πάντα κρίσιμο να γνωρίζει ο επιστήμονας την κοινωνική θέση και ιστορία του εκάστοτε δικαστή και το πώς επηρεάζουν οι κοινωνικές του καταβολές τη δικανική του κρίση. 
Όμως υπενθυμίζουμε ότι η νομική είναι ένας κλάδος της Ηθικής που εξετάζει «το πώς πρέπει να είναι» (μια απόφαση). Όχι την ίδια την απόφαση και τους (κοινωνιολογικούς) λόγους που την γέννησαν. 


IV. Θετικές επστήμες – θεωρητικές επιστήμες 
Η παραπάνω διάκριση των επιστημών προέκυψε από μια ιστορική αναγκαιότητα: Στα τέλη του 19ου αιώνα οι θετικές απαντήσεις σάρωναν κυριολεκτικά παντού και έδιναν απαντήσεις εκεί που άλλες επιστήμες είχαν μόνο ερωτήσεις. Από αυτήν την κατάσταση της συνεχόμενης απαξίωσης των μη θετικών επιστημών, δημιουργήθηκε από τους Γερμανούς  Wilhelm Dilthey und Heinrich Rickert η διάκριση μεταξύ θετικών και θεωρητικών επιστημών. 

Κατά τον Rickert ταξινομούνται αρχικά οι επιστήμες σε δυο κύριες κατηγορίες,  αν τις διαχωρίσουμε με δυο κριτήρια: του «αντικειμένου» και της «μεθόδου».

1. Αντικείμενο

- Φύση. Αντικείμενο των θετικών επιστημών είναι η Φύση, δηλαδή αυτού που δημιουργήθηκε από μόνο του, το αυτοφυές. Σε αυτή λοιπόν την κατηγορία, θα πρέπει να συγκαταλεγεί και το πνεύμα, καθώς το τελευταίο μπορεί να παρατηρηθεί, μετρηθεί από την Νευροεπιστήμη όπως κάθε φυσικό αντικείμενο παρατήρησης. 
- Πολιτισμικό . Εξ αντιδιαστολής οτιδήποτε δεν είναι αυτοφυές αλλά έχει δημιουργηθεί από τον άνθρωπο προς εξυπηρέτηση κάποιου σκοπού, θα πρέπει κατά το παραπάνω δίπολο να συγκαταλέγεται στην έννοια του «πολιτισμικού».
Υπό αυτήν την ταξινόμηση, η νομική τοποθετείται αναμφίβολα στις «πολιτισμικές» επιστήμες. Διότι αντικείμενο της είναι τοι δίκαιο και αυτό είναι ένα πολιτισμικό φαινόμενο. 



2. Μέθοδος:

Επεξήγηση - Κατανόηση

Παρατηρώντας τις δυο αυτές κατηγορίες μέσα από το φορμαλιστικό πρίσμα της Μεθόδου, , τότε καταλήγουμε αναγκαστικά να θεωρήσουμε ότι η μεθοδική προσέγγιση εφαρμόζεται μόνο στις θετικές επιστήμες: 
Από τη μια, οι θετικές επιστήμες είναι εμπειρικές επιστήμες. Μέσω της παρατήρησης αποσκοπούν στην επαγωγή νόμων, θεωριών, κανόνων δηλαδή γενικής εφαρμογής και εγκυρότητας. Τούτο δοθέντος, «νομολογούν» δια του παραγωγικού συλλογισμού ad hoc, ανά συγκεκριμένη δηλαδή περίπτωση και εξάγουν τα αποτελέσματα πειράματος. 

- Ποια είναι όμως η μέθοδος των πολιτισμικών επιστημών; Υπάρχει καταρχήν ενιαία μέθοδος που να εφαρμόζεται σε όλες αυτές τις επιστήμες; 
Οι επιστήμες αυτές εξετάζουν κοινωνικά/πολιτισμικά φαινόμενα, δηλαδή γεγονότα ή καλύτερα «πράξεις» ανθρώπων.  Πώς εξηγείς όμως πράξεις ανθρώπων; Όχι δια των φυσικών νόμων. Οι πράξεις μπορούν να εξηγηθούν μέσω των σκοπών που υπηρετούν και των κινήτρων που τις επιτάσσουν. Όταν ρωτούμε γιατί ο Χ έδραζα κατά αυτόν τον τρόπο, τότε αναζητούμε ένα κίνητρο ή ένα σκοπό της πράξης. Μόνο τότε κατανοούμε την πράξη καθεαυτήν. 
Υπό την διαχωριστική της «επεξήγησης - κατανόησης» καταλήγουμε στην εξής ταξινόμηση: Οι θετικές επιστήμες προσπαθούν να «εξηγήσουν» φυσικά φαινόμενα, πολιτιστικές επιστήμες προσπαθούν να «κατανοήσουν» πολιτιστικά φαινόμενα. 
Και η νομική δεν μπορεί παρά να χαρακτηριστεί ως πολιτιστική επιστήμη που προσπαθεί να «κατανοήσει» πολιτιστικά φαινόμενα. Όχι να εξηγήσει.


3. Η αξία του δικαϊκού δογματισμού 

Όπως παραθέσαμε στην αρχή αυτού του κειμένου, επιστήμη μπορεί να είναι μόνο ό,τι είναι 1) αληθινό, και 2) ορθολογικά τεκμηριωμένο. Έτσι, ένας ψευδής ισχυρισμός δεν μπορεί να είναι ποτέ επιστημονικός. 
Όμως η ιστορία της επιστήμης, όλων των επιστημών, δεν είναι μόνο μια αέναη παράθεση αληθινών ισχυρισμών αλλά παράλληλα ή ταυτόχρονα και μια ιστορία λαθών, ανακριβειών και πλανών. Ο ορισμός της επιστήμης δεν είναι ταυτόσημος με αυτόν της αλήθειας. Για αυτόν το ανώτατο συνταγματικό δικαστήριο της Γερμανίας , προσπαθώντας να ορίσει το πεδίο προστασίας της «επιστήμης» το όρισε ως «η σοβαρή – κατά φόρμα και περιεχόμενο – συστηματική προσπάθεια αναζήτησης της αλήθειας»
Αυτό δηλαδή που κάνει την επιστήμη τέτοια, δεν είναι οι ισχυρισμοί της αφ’ εαυτοί, αλλά η σχέση τους με την αλήθεια. Επιστήμη είναι μέθοδος αναζήτησης της αλήθειας. Και το αντίθετο της επιστημονικής μεθόδου δεν είναι η πλάνη, αλλά ο αναληθής ισχυρισμός, δηλαδή ο συνειδητά λανθασμένος ισχυρισμός. 
Στην επιστήμη του δικαίου θα μπορούσαμε να πούμε ότι δεν αναζητεί κάποια αλήθεια, αναζητεί όμως ανά περίπτωση για την «σωστή» απόφαση. Ως μέρος της εφαρμοζόμενης ηθικής , η νομική σχετίζεται με την αξία της δικαιοσύνης. Και γνωρίζουμε ότι το γράμμα του νόμου, η νομολογία δεν συμπίπτουν εννοιολογικά πάντα με τη δικαιοσύνη. 
Όπως κατά τα παραπάνω περιγραφόμενα για την μεθοδική αναζήτησης της αλήθειας , έτσι και η νομική προβαίνει σε μεθοδική αναζήτηση της «»δίκαιης απόφασης». 


V. Επίλογος:
Καίρια σημεία λοιπόν για να μπορούμε να χαρακτηρίσουμε τη νομική επιστήμη είναι αυτά της «αξιακής σχέσης» (με τη δικαιοσύνη) και η μέθοδός που χρησιμοποιεί. 

Η μέθοδος είναι ουσιαστικά ο τρόπος που ερμηνεύουμε, εφαρμόζουμε, αποφασίζουμε . Δεν είναι αυτοσκοπός, διότι το ζωντανό δίκαιο δεν βρίσκεται κρυμμένο στο γράμμα του νόμου αλλά γεννάται στη διάρκεια, στην απόδοση, στην απόφαση. Ο δικαϊκός δογματισμός είναι η πολιτισμική επιστήμη, που δεν ερευνά απλώς το αντικείμενο της, το δίκαιο, αλλά το γεννά.  
* *

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου