Δευτέρα 28 Ιουλίου 2014

Albert Camus




Μερικές φορές, ο μαθητής Albert Camus ελπίζει κρυφά να μην περάσει τις εισαγωγικές εξετάσεις για το Γυμνάσιο. Από την μια ονειρεύεται να τελειώσει το σχολείο και να μπει στο Πανεπιστήμιο, να διεισδύσει στον κόσμο των βιβλίων και της γνώσης. Όμως αν διαλέξει αυτόν το δρόμο, το διαισθάνεται, θα αφήσει για πάντα πίσω την οικογένειά του. Και πράγματι: Με κάθε λέξη που θα γράφει αργότερα ως συγγραφέας , προς το δρόμο για το νόμπελ λογοτεχνίας, θα απομακρύνεται όλο και περισσότερο από την πατρίδα του και από την οικογένεια του. Που δεν γνωρίζει τίποτα περί λογοτεχνίας. «Δεν μπορούσα να ζήσω την ζωή τους, που ήταν μέσα στην άγνοια» δήλωσε χρόνια αργότερα στην αυτοβιογραφία του. Νιώθει γι' αυτό του το αίσθημα ένα είδος ενοχής.

Ο Albert Camus γεννήθηκε στις 7. Νοεμβρίου 1913 σε μια μικρή πόλη στην Αλγερία, που ήταν τότε γαλλική αποικία. Ο πατέρας του ήταν εργάτης. Λίγο μετά τη γέννησή του , ο πατέρας του στρατολογείται στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, όπου και σκοτώνεται σε μάχη κοντά στη Μάρνη. Ο Camus δεν θα τον γνωρίσει ποτέ. Μεγαλώνει μαζί με την μητέρα , τη γιαγιά και το θείο του. Και οι τέσσερεις μοιράζονται ένα μικρό διαμερισμάκι σε μια φτωχογειτονιά στο Αλγέρι. Η μητέρα του έχει πρόβλημα ακοής και ομιλίας. Το λεξιλόγιό της είναι αυτό ενός μικρού παιδιού. Ο θείος είναι κωφάλαλος.

Είναι οι δάσκαλοί του που θα του αποκαλύψουν έναν κόσμο περά αυτόν της σιωπής που είχε συνηθίσει : τη λογοτεχνία. Ο Camus αποξενώνεται όλο και περισσότερο από την οικογένειά του. Η λέξη «βιβλιοθήκη» είναι άγνωστη στη μάνα του. Αυτά που μαθαίνει στο σχολείο, δεν μπορεί να της τα εξηγήσει. Ούτε στη γιαγιά του. Νιώθει εντελώς μόνος. Σε κάθε σχολική εκδήλωση που συνοδεύεται από τη μαμά του, ντρέπεται για τα φτωχικά της ρούχα και την ανεπιτήδευτη συμπεριφορά της. Αμέσως μετά μετανιώνει οικτρά που ντράπηκε.
Μετά το σχολείο ξεκινά τις σπουδές του στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου στο Αλγέρι. Στο πρώτο κιόλας εξάμηνο, «κλέβει» από τον κολλητό του τη φίλη του και την αρραβωνιάζεται.

Η Simone Hié είναι εξωστρεφής, όμορφη . Είναι ένα κορίτσι από καλό σπίτι, φοράει καπέλα, μοντέρνα μεταξωτά φουλάρια και ψηλοτάκουνα. Ο Camus αρχίζει κι αυτός να καλλωπίζεται. Βάζει ζελέ στα μαλλιά του , φορά σακάκι και παπιόν. Μαζί με φίλους ιδρύει μια θεατρική ομάδα, γράφει άρθρα σε εφημερίδες και γίνεται μέλος του κουμουνιστικού κόμματος. Είναι το «Must» της εποχής για κάθε διανοούμενο το να εγγράφεται στο ΚΚ. Αν και λίγο αργότερα θα αποχωρήσει από το κόμμα, την εποχή εκείνη γράφει ασταμάτητα άρθρα και δίνει διαλέξεις για το φασισμό που εξαπλώνεται στην Ευρώπη και για το χρεοκοπημένο καπιταλιστικό τραπεζικό σύστημα. Σε κάθε του ομιλία, παρίσταται ενας τουλάχιστον αστυνομικός.
Το Πανεπιστήμιο του απέχει μόλις μια ώρα από το σπίτι του. Αυτό όμως απέχει μια ζωή από τον ίδιο. Την μάνα του την επισκέπτεται όλο και πιο αραιά.

Παιδί όταν ήταν , αρρωσταίνει από πολιομυελίτιδα. Στα 16 του νοσηλεύεται για μήνες ολόκληρους σε κρίσιμη φάση σε σανατόριο. Θα αναρρώσει τελικά αλλά δεν θα γιατρευτεί ποτέ πλήρως. Αρχίζει και παίζει ποδόσφαιρο. « Ότι έμαθα στη ζωή μου για την ηθική και για τις ανθρώπινες υποχρεώσεις, το έχω μάθει στο ποδόσφαιρο», θα πει αργότερα . Παράλληλα με τις σπουδές του δουλεύει σε περιστασιακές δουλειές από όπου αποκερδίζει αρκετά χρήματα , για να κάνει ταξίδια. Γερμανία Αυστρία, Τσεχοσλοβακία είναι οι πρώτοι τους σταθμοί. Στα ταξίδια του μαθαίνει ότι η γυναίκα του τον απατά. Είναι εθισμένη στους άντρες και στη μορφίνη. Πλαγιάζει με το ιατρό της και ως αντάλλαγμα έχει απροσμέτρητες ποσότητες μορφίνης. Όταν χωρίζει τελικά από τη γυναίκα του, είναι μόλις 23 ετών. Στο βιογραφικό του καταγράφονται ήδη μια σοβαρή ασθένεια, οι σπουδές του και ένα διαζύγιο. Ήρθε πλέον ο καιρός για ένα μυθιστόρημα.
Το πρώτο του έργο «Ο ευτυχισμένος θάνατος» δεν θα δημοσιευτεί ποτέ εν ζωή. Χρησιμεύει πιο πολύ ως εφαλτήριο για το επόμενο μυθιστόρημά του, «Ο ξένος». Αυτό θα τον εκτοξεύσει μονοκονδυλιάς στους ελιτικούς , λογοτεχνικούς κύκλους του Παρισιού.

Φιλονικεί συνέχεια με το πνευματικό του alter -ego- Jean-Paul Sartre για τον κομμουνισμό και καπνίζει με την Simone de Beauvoir τσιγάρα στο περιβόητο Café de Flore. Το 1957 του απονέμεται το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας . Συγκαταλέγεται πλέον στην creme de la crème της λογοτεχνίας. Λίγα χρόνια αργότερα , στις 04.01.1960, θα υποκύψει στα τραύματα του από τροχαίο δυστύχημα. Δίπλα των συντριμμιών βρίσκουν ένα μη τελειωμένο Manuskript, ένα απόσπασμα αυτοβιογραφίας. Ήθελε να γράψει για τον εαυτό του. Για τη ζωή του. Να καταγράψει την παιδική του ηλικία και να αφιερώσει το έργο στη μητέρα του. Στο σημείωμα που βρέθηκε δίπλα του έγραψε : « Είμαι ανίκανος να γράψω ακόμα και με χίλιες λέξεις , αυτό που μπορούσε να πει εκείνη με μια της μόνο σιωπή».
Ο Jean-Paul Sartre, ο φιλόσοφος της μεγαλοαστικής τάξης, χαρακτήρισε κάποτε τον Camus ως «αλγερινό τσογλάνι». Ο Camus θα το εκλάμβανε αυτό σίγουρα ως κομπλιμέντο. .

(Το παραπάνω αποτελεί μετάφραση άρθρου που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Zeit Campus» τεύχος 04/2014)