Δευτέρα 22 Δεκεμβρίου 2014

Περί μεγαλοφυών





Έχουμε ανάγκη από ιδιοφυίες; Ναι, αλλά μόνο για να σημαδεύουμε τις καμπές και για να προσδιορίζουμε με μεγαλύτερη ευκολία τους πόθους καιι προσδοκίες μιας εποχής. Άρα τον μεγαλοφυή , φερ ειπείν τον μεγαλοφυή καλλιτέχνη, τον αναμένουμε όταν τα πραγματα απο αισθητικής άποψης έχουν ωριμάσει τόσο πολύ, όταν οι καλοί καλλιτέχνες είναι τόσοι πολλοί, που δεν μπορεί παρά μέσα από τους πολλούς καλούς καλλιτέχνες, να ξεπεταχτούν μερικοί άριστοι και μέσα από τους άριστους ένας ή περισσότεροι ιδιοφυείς. Ενώ ανάμεσα στους ιδιοφυείς είναι πολύ πιθανό να υπάρξει μια μεγαλοφυΐα, δηλαδή ένας ηγέτης, ένας καθοδηγητής που θα έρθει να εκπληρώσει κάποιες προσδοκίες. 
Και σε τι συνίστανται αυτές οι προσδοκίες; Αφενός σε μια αναμφισβήτητη κορύφωση του δοκιμασμένου. Ταυτόχρονα όμως πέρα από την κορύφωση, ο μεγαλοφυής προτείνει, παρουσιάζει, αποκαλύπτει το νέο, το καινούργιο, το άγνωστο. Αποτελεί τη γέφυρα από το παλιό στο νέο. Γνωρίζει το παλιό καλά, αλλά το αντιμετωπίζει άφοβα, έτοιμος να το καταβαραθρώσει. Το χρησιμοποιεί για δικά του σχέδια, βαστάζει πάνω στο δοκιμασμένο απλώς για να κάνει τη δουλεία του που έχει κατά νου. Αποκαλύπτει τα αφανέρωτα. Ανοίγει το δρόμο που θα περπατήσουν οι υπόλοιποι. Είναι ο δημιουργός που υποδεικνύει μια διέξοδο από μια εποχή, στην οποία έχουν πλέον εξαντληθεί τα εκφραστικά της μέσα και βαδίζει προς το τέλος της.

Στην ιστορία της ανθρωπότητας υπήρχαν λίγες μεγαλοφυΐες. Τόσο στις επιστήμες, όσο και στις τέχνες. Παραδείγματος χάριν στον χώρο της υποκριτικής. Η δεκαετία του 50' ήταν η εποχή που είχε το προνόμιο να φιλοξενεί ξακουστά ταλέντα υποκριτικής, το ένα πιο δυνατό από το άλλο, όλα αναντίρρητα ιδιοφυΐες. Λώρενς Ολιβιές, Τσάρλς Λόουτον, Κλάρκ Γκέιμπλ, Ερολ Φλίν, Τζείμς Μείσον, Κάρι Γκραντ κ.α., ήταν η Αβανγκάρντ του χώρου. Η έκφραση των συναισθημάτων των σκιωδών χαρακτήρων γινόταν κυρίως με λόγια. Αυτό ήταν το κυρίαρχο μέσο έκφρασης της εποχής στο πανί της μεγάλης οθόνης. Και κάπου εκεί, εκ του πουθενά, ανάμεσα στην κυρίαρχη αγγλική σχολή υποκριτικής, ξεπετάγεται ένας ανώνυμος 23χρονος Αμερικανός, που δεν παίζει απλώς κάποιον ρόλο, δεν "γεμίζει" έναν σκιώδη χαρακτήρα, όπως έκαναν τα μεγαθήρια πάνω, αλλά, τον ζει. Με το σώμα του. Με την ψυχή του. Χάνεται μέσα στο ρόλο και δεν υπάρχει πλέον κανένας ηθοποιός. Υπάρχει μόνο ο χαρακτήρας που υποδύεται. Ηθοποιός και σκιώδης χαρακτήρας έσμιξαν αξεδιάλυτα σε ένα και το αυτό. Σίγουρα κατά την επιθυμία του Στανισλάβσκι. Και ταράζει ο 23χρονος συθέμελα το σύμπαν με το πρωτοφανέρωτο ταλέντο του. Δεν είναι ότι σε πείθει για τον ρόλο που υποδύεται. Δεν είναι ότι σου προκαλεί τα συναισθήματα που περιμένεις να σου προκαλέσει ο ρόλος που υποδύεται. Είναι κυρίως ότι σου προκαλεί συναισθήματα που σου ήταν ως τώρα άγνωστα σε σένα τον ίδιο τον θεατή, καθώς τον βλέπεις στην οθόνη.
Εκεί έγκειται η μεγαλοφυΐα του. Δεν ξέρεις πώς θα είναι στο επόμενο δευτερόλεπτο η επόμενη αντίδρασή του, δεν έχει ιδέα ποια στάση σώματος θα πάρει καθώς θα μιλήσει στην Μπλάνσετ, δεν φαντάζεσαι πώς θα πει αυτά που του επιτάσσει να πει το σενάριο.
Απλώς κάθεσαι και τον παρακολουθείς αποχαυνωμένος, παρασυρμένος από κάτι το μαγνητικό που εκπέμπει που δεν προσδιορίζεται και δεν μπορείς να το διαχειριστείς.


Είχε γεννηθεί μια μεγαλοφυΐα.

Έκτοτε κάθε ηθοποιός του σινεμά θα αναμετριέται με αυτόν και με το εκτόπισμα του επί της σκηνής. Αποτελεί πλέον μέτρο σύγκρισης για όλους, η λυδία λίθος του ίδιου τους του παιξίματος. Από τον Ντε Νίρο, τον Πατσίνο, Ντυβάλ, κ.ο.κ.


Το όνομα αυτού, Μάρλον Μπράντο.